- παλμούς
- παλμόςquivering motionmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
παλμικός — ή, ό (Α παλμικός, ή, όν) [παλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παλμό ή αυτός που μοιάζει με παλμό νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με παλμούς, που χαρακτηρίζεται από παλμούς («παλμικές κινήσεις») 2. φρ. «παλμικά σύμφωνα» ή «παλμώδη σύμφωνα»… … Dictionary of Greek
βραδυκαρδία — Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να… … Dictionary of Greek
παλμώδης — ες (Α παλμώδης, ῶδες) [παλμός] 1. αυτός που μοιάζει με παλμό 2. αυτός που έχει παλμική κίνηση, που χαρακτηρίζεται από παλμούς, παλμικός, γεμάτος παλμούς («παλμώδεις κινήσεις», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «παλμώδη σύμφωνα» τα παλμικά σύμφωνα … Dictionary of Greek
ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… … Dictionary of Greek
παλμικός, -ή — ό αυτός που γίνεται με παλμούς ή αναφέρεται σε παλμούς: Η παλμική κίνηση των σωμάτων είναι αιτία ηχοπαραγωγική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek